Διαγώνισμα
Α1. Να αποδώσετε το περιεχόμενο των ιστορικών όρων:
• Εθνικές γαίες
• Ισοζύγιο πληρωμών
• Μεγάλη Ιδέα
Μονάδες 15
Α2. Να αντιστοιχίσετε τα στοιχεία της α στήλης με τα στοιχεία της β στήλης.
Στήλη Α’ Στήλη Β’
α. 1864 1. ανεξάρτητο ελληνικό κράτος
β. 1774 2. ενσωμάτωση Ιονίων νήσων
γ. 1881 3. συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζή
δ. 1830 4. ενσωμάτωση Άρτας- Θεσσαλίας
Μονάδες 10
Β1. Τι γνωρίζετε για τις εισαγωγές και εξαγωγές στην Ελλάδα του 19ου αιώνα;
Μονάδες 12
Β2. Ποιοι λόγοι οδήγησαν στον πολυτεμαχισμό των εθνικών γαιών στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα;
Μονάδες 13
Γ.1. Λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες του βιβλίου σας και το περιεχόμενο των πηγών να παρουσιάσετε τα κύρια χαρακτηριστικά της οικονομίας στην Ελλάδα των πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων.
Όψεις της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια
Στην πραγματικότητα, την εποχή της ανακήρυξης της ανεξαρτησίας, η πλειοψηφία του αγροτικού πληθυσμού ζούσε σ’ ένα καθεστώς κλειστής οικονομίας. Άλλωστε, η κατάσταση αυτή μεταβλήθηκε μόνο σταδιακά.
Ο Τίρς (Thiersch) έγραφε το 1830: «Τα ρούχα της φαμελιάς γίνονται στο σπίτι χωρίς καμιά ξένη βοήθεια. Ο χωρικός ετοιμάζει ακόμα και το πετσί που φτιάνει παπούτσια, που τα δένουν ακόμα με τον τρόπο των αρχαίων, ενώ η γυναίκα του και οι κόρες του γνέθουν με το αδράχτι και υφαίνουν το βαμπάκι και το μαλλί, απ’ τα οποία φτιάχνουν κάθε είδους ρούχα. Για τη δουλειά που ο χωρικός δεν μπορεί να την κάνει μοναχός, όπως και για τους φόρους που πρέπει να πληρώσει στο κράτος, τα καταφέρνει με ένα μέρος των προϊόντων του: ο σιδεράς που του φτιάχνει το υνί του αλετριού του και τα άλλα εργαλεία τα γεωργικά, ο ιδιοκτήτης των αλόγων που του αλωνίζουν το στάρι του, ο παπάς που βαφτίζει τα παιδιά του και ευλογεί τους καρπούς του, παίρνουν ο καθένας από τα προϊόντα αυτά ένα μέρος συμφωνημένο προκαταβολικά. Όσο για το κράτος, πρέπει να πληρώσει τη δεκάτη, για όλα του τα προϊόντα, είτε σε στάρι, είτε σε καπνά, είτε σε βαμπάκι. («Η παρούσα κατάσταση της Ελλάδος και τα μέσα για να επιτευχθεί η ανοικοδόμησή της. – Η Ελλάδα του Όθωνα», Αθήνα 1972, σσ. 302-303, εκδ. Λιψίας 1833, τομ. 1).
Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Αμπού διαπιστώνει παρόμοια γεγονότα: «Το νόμισμα είναι είδος τόσο σπάνιο στην ύπαιθρο, που δεν έχει κανείς παρά να συμβιβαστεί μ’ αυτό τον τρόπο είσπραξης (σε είδος)».
Μάλιστα, μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, παρατηρείται μια επαναστροφή της ελληνικής υπαίθρου προς μια αυτοκατανάλωση εντονότερη από εκείνη του δεύτερου μισού του 18ου αιώνα. Η παρακμή των πρώτων βιομηχανικών και βιοτεχνικών μονάδων, που αφανίζονται από τον ανταγωνισμό της δυτικής βιομηχανίας, κι αργότερα οι λεηλασίες που έγιναν στην επανάσταση, ανάτρεψαν τις τάσεις που είχαν εκδηλωθεί πριν το 1820. Επιπλέον, η καταστροφή της κοινωνικής και γεωγραφικής ισορροπίας, μετά την ανεξαρτησία, που προκύπτει από τη διείσδυση ενός εξαιρετικά συγκεντρωτικού διοικητικού συστήματος, αποτέλεσε τροχοπέδη για την όποια ανάλογη εξέλιξη προς την κατεύθυνση αυτή. Τον πρώτο καιρό της ανεξαρτησίας, η στασιμότητα που χαρακτήριζε την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στην ύπαιθρο ήταν σχεδόν ολοκληρωτική. Μόνο σταδιακά στάθηκε δυνατό να μεταβληθεί η κατάσταση, με την παρεμβολή νέων παραγόντων. Από το 1850-1860, και κυρίως από το 1875-1880, αρχίζουν να εμφανίζονται μαζικά, καλλιέργειες που προόριζαν τα προϊόντα τους για την αγορά.
Κ. Τσουκαλά, Εξάρτηση και Αναπαραγωγή, σσ. 89-90
Μονάδες 25
Δ.1.Να προσδιορίσετε τους λόγους οικονομικής ευημερίας της Σύρου κατά τις πρώτες δεκαετίες της ζωής του ελληνικού κράτους.
Αποδεσμευμένοι από τους εξαναγκασμούς που υφίσταντο ως “υποταγμένη εθνότητα” στο πλαίσιο της Αυτοκρατορίας, οι επιχειρηματίες που εγκαθίστανται στη Σύρα, με επικεφαλής τους Χιώτες μεγαλεμπόρους, θα μπορέσουν επιτέλους να αξιοποιήσουν το εμπορικό τους ταλέντο. Καθώς ελέγχουν τα δίκτυα των ανταλλαγών στην περιοχή, και βρίσκονται σε διαρκή επαφή με τους συγγενικούς τους ελληνικούς εμπορικούς οίκους της διασποράς, στο Λονδίνο, τη Μασσαλία, το Άμστερνταμ, την Τεργέστη ή την Οδησσό, θα καταστήσουν τη νέα τους πατρίδα αναγκαίο ενδιάμεσο σταθμό στην κίνηση των ανταλλαγών ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή. “Επειδή και σεις μετέρχεσθε το εμπόριον της μανιφατούρας, έχετε μέγα συμφέρον να εξοδεύετε όσον δύνασθε πράγμα εδώ, καθώς και άλλοι κάμνουν (…). Είναι περιττόν να σας είπω ότι αι υποθέσεις σας θέλουν θεωρείσθαι με συγγενικόν ζήλον…”, γράφει ο Λουκάς Ράλλης, πιθανότατα στους συγγενείς του στο Λονδίνο. Η Σύρα θα γίνει, λοιπόν, ένα είδος αποθήκης, ένα εμπορικό πρακτορείο της ανατολικής Μεσογείου. Αγοράζει από τη Δύση, χονδρικά και επί πιστώσει τις περισσότερες φορές, υφάσματα βαμβακερά και μάλλινα, σιδερικά και είδη κιγκαλερίας, δέρματα και ζάχαρη, και τα συγκεντρώνει στις αποθήκες της διαμετακόμισης ώσπου να τα μοιράσει σιγά σιγά στα διάφορα λιμάνια της Ελλάδας και του Αρχιπελάγους, “όπου οι αποστολές εμπορευμάτων γίνονται σταδιακά, κάθε φορά που παρουσιάζονται οι αντίστοιχες ανάγκες…”. Σε αντάλλαγμα συγκεντρώνει και εξάγει τα προϊόντα του περίγυρου: δημητριακά, σπόγγους και ακατέργαστα δέρματα, βερμιγιόν και φυσικά το μετάξι.
………………………………………………………………………………………….
Εδώ οι εμπορικές και τραπεζικές πράξεις αποτελούν μέρος της καθημερινό-τητας: το παιγνίδι με τις μεταβολές των τιμών στο χρόνο ή με τις διαφορές τους από τόπο σε τόπο, οι αγοραπωλησίες συναλλαγμάτων, η προεξόφληση συναλλαγματικών. Χωρίς να ξεχνάμε και τις συμφωνίες για ναύλωση καραβιών που κλείνονται επί τόπου• γιατί, εκτός των άλλων, η Σύρα θα γίνει και το κέντρο της ιστιοφόρου εμπορικής ναυτιλίας που ανασυγκροτείται ταχύτατα, μετά τις καταστροφές του πολέμου, και ξαναβρίσκει την κυρίαρχη θέση της στην ακτοπλοΐα του Αρχιπελάγους, αλλά και στη μεταφορά των δημητριακών από τη Μαύρη Θάλασσα και τις εκβολές του Δούναβη στη Μασσαλία και το Κάδιξ.
Χρ. Αγριαντώνη, Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα,
Ιστορικό Αρχείο Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1986, σσ. 84-86
Μονάδες 25